- παραξενεύω
- παραξενεύω, παραξένεψα βλ. πίν. 17
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραξενεύω — [παράξενος] 1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, να απορήσει («μέ παραξένεψε η συμπεριφορά του») 2. γίνομαι ή φαίνομαι παράξενος, ιδιότροπος 3. μέσ. παραξενεύομαι νιώθω έκπληξη, απορώ, ξενίζομαι … Dictionary of Greek
παραξενεύω — παραξένεψα, παραξενεύτηκα, παραξενεμένος 1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, να απορήσει: Το ξαφνικό τηλεφώνημά σας ύστερα από τόσον καιρό με παραξένεψε. 2. μέσ., παραξενεύομαι ξαφνιάζομαι, απορώ, νιώθω παράξενα: Παραξενεύτηκα από τον τρόπο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραξενιάζω — [παραξενιά] γίνομαι παράξενος, ιδιότροπος, παραξενεύω … Dictionary of Greek